Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τα λόγια του είναι όλο

  • 1 λόγια

    τα
    1) слова; разговор;

    έχω να σας πω δυό λόγια — мне нужно вам сказать два слова;

    2) толки, слухи;

    λόγια του κόσμου — сплетни;

    § λόγια μετρημένα — немногословно, но веско;

    λόγια παχ(ε)ιά ( — или μεγάλα) — высокопарные, громкие слова; — хвастливые речи;

    κακά λόγια — сквернословие;

    λόγια του αέρα — пустая болтовня;

    τέτοια ώρα τέτοια λόγια — теперь уже поздно говорить об этом, что теперь можно сказать;

    είναι όλο λόγια — это только одни слова, одни обещания;

    είναι μόνο λόγια — одни слова; — пустые угрозы;

    άλλα λόγια ( — давайте) переменим тему разговора;

    μασάω τα λόγια μου — мямлить, выражаться неясно, двусмысленно; — уклончиво отвечать;

    παίρνω λόγια — а) выспрашивать; — б) узнавать стороной;

    βάζω λόγια — наговаривать, ссорить; — строить козни;

    δεν βρίσκω λόγια... — нет слов..., не нахожу слов (чтобы)...;

    χάνω τα λόγια μου — говорить впустую, тратить слова попусту;

    πιστεύω στα λόγια — верить на слово;

    περνώ από τα λόγια στην πράξη — переходить от слов к делу;

    ρίχνω λόγια στον αέρα — бросать слова на ветер;

    δεν μού αρέσουν τα λόγια — я не люблю пустых слов;

    (δεν) μετρώ τα λόγια μου — быть (не)сдержанным на язык;

    δεν παίρνει από λόγια — он слов не понимает, он никого не слушается, с ним ничего не поделаешь;

    ήρθαμε σε λόγια — мы повздорили, поссорились;

    με άλλα λόγια — а) другими словами, иначе говоря; — б) то есть;

    με λίγα λόγια — а) в нескольких словах, вкратце; — б) короче говори;

    με δυό λόγια ( — одним) словом;

    λίγα λόγια! παρακαλώ! — прошу короче!;

    τα πολλά λόγια είναι φτώχεια — погов, много слов — мало дела; — в многословии не без пустословия;

    χίλια λόγια ένά άσπρο — погов, не стоит тратить столько слов; — зря болтать — только время терять

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόγια

  • 2 μουσική

    η
    1) музыка;

    συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;

    φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;

    μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;

    βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;

    ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;

    2)-оркестр;

    η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;

    3.) музыкальный инструмент;
    4) музыкальность, мелодичность;

    τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;

    § δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μουσική

См. также в других словарях:

  • λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …   Dictionary of Greek

  • Λα Φαγιέτ, Μαρία Μαντελέν, κόμισσα του- — (Maria Madeleine comtesse de La Fayette, Παρίσι 1634 – 1693). Γαλλίδα συγγραφέας. Κόρη μηχανικού, παντρεύτηκε στα 21 της χρόνια τον κόμη Λα Φαγιέτ, με τον οποίο ζούσε σχεδόν πάντα χωριστά. Γύρω στο 1665, με τη συνεργασία της Μαντάμ ντε Σεβινιέ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»